Παρασκευή 22 Ιουνίου 2018

Μεγάλοι ποιητές Κωστής Παλαμάς


Μες τις παινεμένες χώρες,
Χώρα παινεμένη...
θα 'ρθει κι η ώρα και θα πέσεις
κι από σέν' απάνου η Φήμη,
το στερνό το σάλπισμά της θα σαλπίσει,
σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση.
.
Πάει το ψήλος σου, το χτίσμα σου συντρίμι.
Θα 'ρθει κι η ώρα...
Εσένα ήταν ο δρόμος,
σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση,
σαν το δρόμο του ήλιου γέρνεις,
όμως το πρωί για σε δε θα γυρίσει.
.
Και θα σβήσεις, καθώς σβήνουνε λιβάδια,
από μάισσες φυτρωμένα με γητειές,
πιο αλαφρά του περασμού σου τα σημάδια
κι από τις δροσοσταλαματιές...
θα σε κλαιν' τα κλαψοπούλια στ' αχνά βράδια
και στα μνήματα οι κλωνόγυρτες ιτιές.
.
Και θα φύγεις κι απ' το σάπιο το κορμί,
ω Ψυχή παραδαρμένη απ' το κρίμα,
και δε θά 'βρει το κορμί μια σπιθαμή,
μες στη γη για να την κάμει μνήμα...
..
Κι άθαφτο θα μείνει το ψοφίμι,
να το φάνε τα σκυλιά και τα ερπετά
κι ο καιρός μέσα στους γύρους του τη μνήμη,
κάποιου σκέλεθρου πανάθλιου θα βαστά.
.
Και χορό τριγύρω σου θα στήσουν,
με βιολιά και με ζουρνάδες...
γύφτοι, εβραίοι, αράπηδες, πασάδες
και τα γόνατά τους θα λυγίσουν οι τρανοί σου
και θα γίνουν, των ραγιάδων οι ραγιάδες...
.
Όσο να σε λυπηθεί της αγάπης ο Θεός
και να ξημερώσει μιαν αυγή
και να σε καλέσει ο λυτρωμός,
ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα!
.
Και θ' ακούσεις τη φωνή του λυτρωτή,
θα γθυθείς της αμαρτίας το ντύμα
και ξανά κυβερνημένη κι αλαφρή,
θα σαλέψεις σαν τη χλόη, σαν το πουλί,
σαν το κόρφο το γυναικείο, σαν το κύμα...
.
Και μην έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλί
να κατρακυλήσεις πιο βαθιά στου Κακού τη σκάλα,
για τ' ανέβασμα ξανά που σε καλεί!
.
Θα αιστανθείς να σου φυτρώσουν, ω χαρά!
Τα φτερά...
τα φτερά, τα πρωτινά σου τα μεγάλα!
.
Κωστής Παλαμάς - (Πάτρα, 13/01/1859 - Αθήνα, 27/02/1943)
«Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου», 1907 
Ο γύφτος...σύμβολο της ελεύθερης ψυχής. Είναι η ψυχή που δεν υποτάσσεται, που γκρεμίζει ότι σάπιο βρει μπροστά της για να δημιουργήσει και να ξαναχτίσει τον κόσμο όλο, σε στέρεες βάσεις.
Θα απαρνηθεί τη δουλειά, την αγάπη, τη θρησκεία, τους αρχαίους, τους βυζαντινούς και όλες τις πατρίδες αλλά και θα τα αναστήσει όλα και πάλι, θα γίνει οδηγητής, θα υμνήσει τον ελεύθερο λαό του και θα τραγουδήσει τον αδάκρυτο ήρωα.


Ἔρθης δὲν ἔρθης, ἐγὼ θὰ σύρω
τἀργὰ τὰ πόδια γοργὰ ὡς ἐκεῖ,
τὸ κουρασμένο κορμὶ νὰ γείρω
στὴν ἔρμη πέτρα τὴ μυστική.

Καὶ θὰ προσμένω καὶ θὰ πεθαίνω
καὶ θἀνασταίνομαι -μιλῶ, μένω-
μὲ τὴ μιλιά σου·
ἔρθης δὲν ἔρθης, θὰ σ᾿ ἀγκαλιάζω
καὶ μὲ τὴ σκέψη μου θὰ ταιριάζω
τὴ ζωγραφιά σου.

Νύχτα. Στὸ χῶμα θὰ πάω νὰ ψάξω
τὸ πάτημά σου νὰ βρῶ, θὰ δράξω
γῆ μέσ᾿ στὴ φούχτα νὰ τὴ φιλήσω,
κι ἀπὸ κλωνάρια κι ἀπὸ χορτάρια
μέσα στὰ χέρια δροσιὰ θὰ κλείσω,
σὰν ἀπ᾿ τὴ σάρκα κι ἀπ᾿ τὴ δροσιά σου.
Πέρα τῆς χώρας ἀνάρια ἀνάρια,
παιζογελώντας με, τὰ λυχνάρια
θὰ μ᾿ ἀχνοστέλνουν τὸ φάντασμά σου.
Μ᾿ ὅλα της νύχτας τὰ λυχνιτάρια
θὰ ψάξω νἅβρω τὸ πέρασμά σου.

Καὶ μὲ τὸ σεῖσμα τἀχνοῦ τοῦ τρόμου
ἢ μὲ τὸ κάρφωμα ἐκστατικό,
στὴ γνωρισμένη πλαγιὰ τοῦ δρόμου,
ἔρθης δὲν ἔρθης, θὰ καρτερῶ.

Τρελὸ καρτέρι, καὶ ὁλόγυρά μου
ἡ κρυφὴ νύχτα καὶ ἡ σιγανή·
μόνο γιομάτη θὰ εἶν᾿ ἡ καρδιά μου
ἀπὸ τὴν ψάλτρα σου τὴ φωνή.

Καὶ οἱ στρατολάτες ποὺ θὰ περνᾶνε,
καὶ ὅσα τριγύρω μου ριζωμένα,
κάτι ἀπὸ σένα θὰ μοῦ μηνᾶνε,
καὶ θὰ μοῦ παίρνουν κάτι ἀπὸ σένα.

Γιὰ σὲ ξανἅβρα καὶ ξαναπῆρα
τῶν εἴκοσί μου χρονῶν τὴ λύρα,
κ᾿ ἔρριξ᾿ ἀπάνου
στοὺς λυγισμένους μου ὤμους τοῦ πλάνου
πάθους ἀπότομα τὴν πορφύρα.

Τῆς ὁρμῆς εἶμ᾿ ἐγὼ τὸ παιδί,
τανἄσασμα εἶσαι τῶν ἄγριων κρίνων,
τὸ λάτρεμα εἶσαι, τὸ φυλαχτὸ
τῶν ἐρωτόπαθων πελεγρίνων.

Στερνὴ κατάρα, μοῖρα κακὴ
τούτ᾿ ἡ λαχτάρα, κοντά, μακριά σου,
ἢ σπλαχνισμένου ἀγγέλου εὐκὴ
νὰ ξεψυχήσω μὲ τ᾿ ὄνομά σου;

Ἔρθης, δὲν ἔρθης, ἐγὼ θὰ σύρω
τἀργὰ τὰ πόδια γοργὰ ὡς ἐκεῖ,
στὴν ἔρμη ἀπάνου πέτρα θὰ γείρω,
Ἴσκιε, στὰ πόδια σου τὸ κορμί...

Ἔρθης δὲν ἔρθης 
Κ.Παλαμάς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου